κυματανάπαλση

κυματανάπαλση
η
η εκ περιτροπής ύψωση και υποβίβαση τού νερού, το ανεβοκατέβασμα τού νεροῡ λίμνης ή κλειστής θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, -α-τ-ος + ἀνά-παλση (< ἀνα-πάλλομαι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …   Dictionary of Greek

  • σέικ — (I) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) είδος χορευτικής μουσικής και χορού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shake «κούνημα, τίναγμα» < ρ. shake «σείω, κουνώ»]. (II) το, Ν άκλ. (ξεν. τ.) ωκεαν. κυματανάπαλση, ρυθμική ταλάντωση τού νερού σε μια λίμνη ή σε μια μερικώς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”